- παρασκευαστήριο
- τοχώρος όπου παρασκευάζονται τα παρασκευάσματα: Το χημικό τμήμα της σχολής έχει πολλά παρασκευαστήρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρασκευαστήριο — το 1. χώρος όπου κατασκευάζονται διάφορα αντικείμενα 2. ναυτ. συνεργείο σε ναύσταθμο, όπου κατασκευάζονται τα εξαρτήματα τών πλοίων, κν. μπάγκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρασκευάζω + επίθημα τήριο (πρβλ. σπουδασ τήριο). Η λ., στον λόγιο τ.… … Dictionary of Greek